εξακολουθητικός

εξακολουθητικός
-ή, -ό
επίρρ. που συμβαίνει χωρίς διακοπή, συνεχής, αδιάκοπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξακολουθητικός — ή, ό αυτός που γίνεται συνεχώς, ακατάπαυστος («εξακολουθητική προσπάθεια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακολουθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικ. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • μέλλοντας — Ο χρόνος του ρήματος που φανερώνει κάτι που θα γίνει (θα γράψω το γράμμα) ή κάτι που θα γίνεται συνέχεια ή με επανάληψη (όλη τη νύχτα θα δουλεύω). Στην πρώτη περίπτωση ονομάζεται στιγμιαίος μ. και στη δεύτερη εξακολουθητικός. Υπάρχει επίσης και ο …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • ακολουθητικός — ή, ό (Α ἀκολουθητικός, ή, ὸν) [ἀκολουθῶ] νεοελλ. 1. εξακολουθητικός, συνεχής 2. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος 3. επίρρ. ακολουθητικά και κώς α) συνεχώς β) κατά συνέπεια αρχ. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ακολουθεί …   Dictionary of Greek

  • ακολουθητικός — ή, ό ο πρόθυμος να ακολουθά, ο εξακολουθητικός: Τον είχε χρόνια στη δούλεψή του· ήταν εργατικός, λιγόλογος κι ακολουθητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοκράτης — ο 1. (βυζ. μουσ.), αυτός που με τη φωνή του κρατά το «ίσο» στην ψαλμωδία. 2. (μουσ.), ο εξακολουθητικός χαμηλός φθόγγος από τον οποίο διέρχονται ποικίλες σύμφωνες ή ξένες συγχορδίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”